- πεύκιον
- το, Μβλ. πεύκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεύκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην πρώην επαρχία Ολυμπίας, του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αλιφείρας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Ιστιαίας. Υπάγεται διοικητικά… … Dictionary of Greek